αποδόχος

αποδόχος
ο
1) см. αποδέκτης; 2) водосточная труба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποδόχος" в других словарях:

  • αποδόχος — ο 1. ο αποδέκτης 2. το λούκι της στέγης που μαζεύει το βρόχινο νερό …   Dictionary of Greek

  • κλεπταποδόχος — ο, η αυτός που εν γνώσει του αποδέχεται, αποκρύπτει ή και χρησιμοποιεί κλοπιμαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. κλεπτ αποδόχος (αντί τού ορθ. κλοπιμαιο αποδόχος) < κλέπτω + αποδόχος (< ἀποδέχομαι), πρβλ. λησταποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον… …   Dictionary of Greek

  • λησταποδόχος — ο και λησταπόδοχος, ο αυτός που δέχεται και κρύβει ληστή ή πράγματα που προέρχονται από ληστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αποδόχος (< αποδέχομαι), πρβλ. κλεπτ αποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»